γοργοπερνώ

γοργοπερνώ
(-άω)
γοργοδιαβαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γοργοπερνώ — γοργοπέρασα 1. μτβ., διαβαίνω κάτι γρήγορα: Γοργοπεράσαμε το δρόμο. 2. αμτβ., περνώ γρήγορα: Η ζωή γοργοπερνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”